καταχρειώ

καταχρειώ
καταχρειῶ, -όω (AM)
(επιτ. τ. τού αχρειώ*)
1. καθιστώ κάτι εντελώς άχρηστο («πάσας τὰς αἰσθήσεις κατηχρείωσα», ΠΔ)
2. παθ. καταχρειοῡμαι, -όομαι
α) έχω εξαχρειωθεί, είμαι εξαχρειωμένος
β) γίνομαι εντελώς άχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀχρειῶ «καθιστώ κάτι άχρηστο» (< ἀχρεῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”